limnimètre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
limnimètre | limnimètres |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
limnimètre (fr) αρσενικό
- το λιμνόμετρο
ενικός | πληθυντικός |
limnimètre | limnimètres |
limnimètre (fr) αρσενικό