λιμνόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιμνόμετρο | τα | λιμνόμετρα |
γενική | του | λιμνόμετρου & λιμνομέτρου |
των | λιμνόμετρων & λιμνομέτρων |
αιτιατική | το | λιμνόμετρο | τα | λιμνόμετρα |
κλητική | λιμνόμετρο | λιμνόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιμνόμετρο ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιμνόμετρο