Μετάβαση στο περιεχόμενο

lissage

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lissage <  δείτε τις λέξεις lisser και -age

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /li.saʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lissage lissages

lissage (fr) αρσενικό