llaw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ουαλικά (cy)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
llaw (cy) θηλυκό (πληθυντικός dwylo)
llaw (cy) θηλυκό (πληθυντικός dwylo)