logarítmico
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | logarítmico | logarítmicos |
θηλυκό | logarítmica | logarítmicas |
logarítmico (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | logarítmico | logarítmicos |
θηλυκό | logarítmica | logarítmicas |
logarítmico (pt)