Μετάβαση στο περιεχόμενο

logiciel

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
logiciel logiciels

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

logiciel (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]