lollipop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lollipop | lollipops |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lollipop (en)
- το γλειφιτζούρι
- ⮡ He’s sucking his lollipop.
- Πιπιλίζει το γλειφιτζούρι του.
- ⮡ He’s sucking his lollipop.