lollipop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lollipop (en)

  1. το γλειφιτζούρι
  2. lollipop man, lollipop lady: σχολικός τροχονόμος (από το σχήμα των σημάτων που κρατούν)