Μετάβαση στο περιεχόμενο

lollipop

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
lollipop lollipops

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lollipop (en)

  • το γλειφιτζούρι
      He’s sucking his lollipop.
    Πιπιλίζει το γλειφιτζούρι του.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]