long-métrage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
long-métrage long-métrages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

long-métrage (fr) αρσενικό