lunge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας lunge
γ΄ ενικό ενεστώτα lunges
αόριστος lunged
παθητική μετοχή lunged
ενεργητική μετοχή lunging

Ρήμα[επεξεργασία]

lunge (en)

  • (αμετάβατο) ρίχνομαι, κάνω μια ισχυρή κίνηση προς τα εμπρός, ειδικά για να επιτεθώ σε κάποιον ή να πιάσω κάτι
    He lunged at his opponent furiously.
    Ρίχτηκε στον αντίπαλό του με μανία.

Πηγές[επεξεργασία]