lycéen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lycéen | lycéens |
θηλυκό | lycéenne | lycéennes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lycéen (fr) αρσενικό
- μαθητής λυκείου
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lycéen | lycéens |
θηλυκό | lycéenne | lycéennes |
lycéen (fr) αρσενικό