mâchonnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɑ.ʃɔn.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mâchonnement | mâchonnements |
mâchonnement (fr) αρσενικό
- το μασούλισμα