médoc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
médoc | médocs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]médoc (fr) αρσενικό
- (οικείο) το φάρμακο
ενικός | πληθυντικός |
médoc | médocs |
médoc (fr) αρσενικό