météorologiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
météorologiste | météorologistes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]météorologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο / η μετεωρολόγος
ενικός | πληθυντικός |
météorologiste | météorologistes |
météorologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό