Μετάβαση στο περιεχόμενο

météorologue

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
météorologue météorologues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

météorologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]