métabolique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ta.bɔ.lik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
métabolique | métaboliques |
métabolique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
métabolique | métaboliques |
métabolique (fr) αρσενικό ή θηλυκό