méthodique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
méthodique | méthodiques |
méthodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
méthodique | méthodiques |
méthodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό