mûrissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mûrissement | mûrissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mûrissement (fr) αρσενικό
- η ωρίμανση
ενικός | πληθυντικός |
mûrissement | mûrissements |
mûrissement (fr) αρσενικό