Μετάβαση στο περιεχόμενο

mace

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mace maces

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /meɪs/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mace (en)

  1. απελατίκι
  2. μασίς



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mace (sq)