machine à laver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
machine à laver | machines à laver |
machine à laver (fr) θηλυκό
- το πλυντήριο (ρούχων)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
machine à laver | machines à laver |
machine à laver (fr) θηλυκό