magnificence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ma.ɲi.fi.sɑ̃s/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
magnificence | magnificences |
magnificence (fr) θηλυκό
- η λαμπρότητα, η μεγαλοπρέπεια, το μεγαλείο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη magnifique