majorité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.ʒɔ.ʁi.te/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
majorité | majorités |
majorité (fr) θηλυκό
- η πλειοψηφία
- η ενηλικίωση
- η πλειονότητα