make oneself understood

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

make oneself understood < → δείτε τις λέξεις make, oneself και understood

Έκφραση[επεξεργασία]

make oneself understood (en)

  • (ιδιωματισμός) συνεννοούμαι, ξεκαθαρίζω το νόημά μου, ειδικά σε άλλη γλώσσα
    Can you make yourself understood in French?
    Μπορείς να συνεννοηθείς στα γαλλικά;

Πηγές[επεξεργασία]