understood
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʌndəɹˈstʊd/
Επίθετο[επεξεργασία]
understood (en)
- κατανοητός, που τον έχουν καταλάβει, θεωρούμενος, που νοείται (νοούμενος)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
understood (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του understand