Μετάβαση στο περιεχόμενο

malédiction

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
malédiction malédictions

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
malédiction < λατινική maledictio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.le.dik.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

malédiction (fr) θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]