Μετάβαση στο περιεχόμενο

malt

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

malt (en)

malt (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
malt malts

malt (fr) αρσενικό