manivelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
manivelle | manivelles |
manivelle (fr) θηλυκό
- η μανιβέλα
ενικός | πληθυντικός |
manivelle | manivelles |
manivelle (fr) θηλυκό