manne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
manne mannes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

manne (fr) θηλυκό

  1. το μάννα
  2. η κανίστρα