Μετάβαση στο περιεχόμενο

maquillage

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

maquillage < maquiller + -age

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
maquillage maquillages

maquillage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]