marcha
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
marcha | marchas |
marcha (pt) θηλυκό
- το περπάτημα
- (αθλητισμός) το βάδην
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
marcha | marchas |
marcha (pt) θηλυκό