maroon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
maroon (en)
- καστανέρυθρος
- τιμωρώ κάποιον εγκαταλείποντάς τον σε ερημονήσι
- παρατώ κάποιον συνειδητά σε ερημονήσι, εγκαταλείπω, περιορίζω