maroon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

maroon (en)

  1. καστανέρυθρος
  2. τιμωρώ κάποιον εγκαταλείποντάς τον σε ερημονήσι
    παρατώ κάποιον συνειδητά σε ερημονήσι, εγκαταλείπω, περιορίζω