marteau
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
marteau | marteaux |
marteau (fr) αρσενικό
- to σφυρί
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
marteau | marteaux |
marteau (fr) αρσενικό