mascella
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mascella | mascelle |
mascella (it) θηλυκό
- το σαγόνι
ενικός | πληθυντικός |
mascella | mascelle |
mascella (it) θηλυκό