mask

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mæsk/ (βρετανικό)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mask (en)

  1. μάσκα, προσωπείο, προσωπίδα
  2. (πληροφορική) μάσκα, πρότυπο (υπόδειγμα) για δημιουργία, μεταβολή και σύγκριση
    → δείτε τη λέξη bitmask

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

mask (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]