mask
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mask (en)
- μάσκα, προσωπείο, προσωπίδα
- (πληροφορική) μάσκα, πρότυπο (υπόδειγμα) για δημιουργία, μεταβολή και σύγκριση
- → δείτε τη λέξη bitmask
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
mask (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
mask στην αγγλική Βικιπαίδεια