masticage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
masticage < mastic

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mas.ti.kaʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
masticage masticages

masticage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]