matière

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
matière matières

matière (fr) θηλυκό

  1. η ουσία
    Matière inflammable. Εύφλεκτη ουσία.
  2. η ύλη