mauvaise langue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
mauvaise langue mauvaises langues

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mauvaise langue → δείτε τις λέξεις mauvais και langue

Έκφραση[επεξεργασία]

mauvaise langue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αρέσκεται να κακολογεί τους άλλους
  2. κακόγλωσσος