langue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: langué
      ενικός         πληθυντικός  
langue langues

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
langue < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική - langue < λατινική lingua

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ΔΦΑ : /lɑ̃ɡ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

langue (fr) θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]