langue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
langue | langues |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- langue < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική - langue < λατινική lingua
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]langue (fr) θηλυκό
Παράγωγα
[επεξεργασία]- langage
- langue courante (η καθομιλουμένη)
- langué
- languette
- langueyage
- langueyer
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- langage (η γλώσσα ως κώδικας επικοινωνίας)
- lingual
- linguatule
- -lingue Γαλλικές λέξεις με επίθημα -lingue στο Βικιλεξικό
- linguette
- linguiforme
- linguiste
Πηγές
[επεξεργασία]- langue - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- langue - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα παλαιά γαλλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ανατομία (γαλλικά)
- Ανθρώπινο σώμα (γαλλικά)
- Γλωσσολογία (γαλλικά)