maxillaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
maxillaire maxillaires

maxillaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γναθιαίος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
maxillaire maxillaires

maxillaire (fr) αρσενικό

  1. (ανατομία) η γνάθος