meadow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
meadow (en)
- λιβάδι
- βοσκότοπος (όμως προτιμάται η λέξη pasture)