menace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
menace | menaces |
menace (en)
- (συνήθως ενικός) ο κίνδυνος, κάποιος ή κάτι που αντιλαμβανόμαστε ως απειλή
- ⮡ That driver is a public menace!
- Αυτός ο οδηγός είναι δημόσιος κίνδυνος!
- ⮡ That driver is a public menace!
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενεστώτας | menace |
γ΄ ενικό ενεστώτα | menaces |
αόριστος | menaced |
παθητική μετοχή | menaced |
ενεργητική μετοχή | menacing |
- διακινδυνεύω, βάζω σε κίνδυνο
- ⮡ Due to his handling, he’s menacing the future of the country.
- Εξαιτίας των χειρισμών του διακινδυνεύεται το μέλλον της χώρας.
- ⮡ Due to his handling, he’s menacing the future of the country.