menace
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
menace (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
menace (en)
- διακινδυνεύω, βάζω σε κίνδυνο