menstruel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | menstruel | menstruels |
θηλυκό | menstruelle | menstruelles |
Επίθετο[επεξεργασία]
menstruel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | menstruel | menstruels |
θηλυκό | menstruelle | menstruelles |
menstruel (fr)