merdique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

merdique < merde

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
merdique merdiques

merdique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]