mi-carême
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mi-carême < mi- + carême, (μέση της Σαρακοστής)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mi-carême | mi-carêmes |
mi-carême (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) η Πέμπτη της τρίτης βδομάδας της Σαρακοστής