mi-carême

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

mi-carême < mi- + carême, (μέση της Σαρακοστής)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mi-carême mi-carêmes

mi-carême (fr) θηλυκό