midden

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmɪd(ə)n/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

midden < μεσοαγγλικά: midding, myddyng < παλαιά ολλανδικά: mykdyngja, (κράση των παλαιονορβηγικών: myk, myki («γλοιώδης λάσπη, κοπριά») και dyngja («κοπριά, κοπρόλοφος, λόφος/βουναλάκι κοπριάς»), από τα οποία προέκυψαν επίσης τα: δανικά: møgdynge και mødding, νορβηγικά: mødding, διαλεκτικά σουηδικά (τοπολαλιά): mödding

Κλίση[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
midden middens

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

midden (en)

  1. σκουπιδόλοφος, λόφος απορριμμάτων
  2. αρχαία χωματερή (αποτελούμενη από χώμα, κόκκαλα και όστρακα)
  3. λόφος οργανικής αποσύνθεσης ή κοπρόλοφος (λόφος στον οποίο χωνεύεται η κοπριά [η αχώνευτη κοπριά καίει τα φυτά])

Συνώνυμα[επεξεργασία]