million
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
million | millions |
Αριθμητικό[επεξεργασία]
million (en)
- το εκατομμύριο, 1 000 000
- ↪ five million - πέντε εκατομμύρια
- ↪ millions of light years - εκατομμύρια έτη φωτός
- ↪ The population of Greece surpassed ten million.
- Ο πληθυσμός της Ελλάδας ξεπέρασε τα δέκα εκατομμύρια.
- (ανεπίσημο) το εκατομμύριο, πολύ μεγάλη ποσότητα
- ↪ I have to you it millions of times/a million times.
- Σ΄ το έχω πει εκατομμύρια φορές/ένα εκατομμύριο φορές.
- ↪ I have to you it millions of times/a million times.
Πηγές[επεξεργασία]
- million - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 266. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκατομμύριο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
million | millions |
million (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
million (de)