Μετάβαση στο περιεχόμενο

mimétique

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mimétique < mimétisme

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mimétique mimétiques

mimétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]