minéralogiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- minéralogiste < minéralogie
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.ne.ʁa.lɔ.ʒist/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
minéralogiste | minéralogistes |
minéralogiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό