mineralogio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- mineralogio < mineralogi- + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | mineralogio |
αιτιατική | mineralogion |
mineralogio (eo)