miscalculate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | miscalculate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | miscalculates |
αόριστος | miscalculated |
παθητική μετοχή | miscalculated |
ενεργητική μετοχή | miscalculating |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
miscalculate (en)
- πέφτω έξω, αποτυγχάνω σε προβλέψεις
- ↪ If I have not miscalculated things too badly…
- Αν δεν έχω πέσει πολύ έξω στους λογαριασμούς μου…
- ↪ If I have not miscalculated things too badly…
Πηγές[επεξεργασία]
- miscalculate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω