miscalculate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας miscalculate
γ΄ ενικό ενεστώτα miscalculates
αόριστος miscalculated
παθητική μετοχή miscalculated
ενεργητική μετοχή miscalculating

Ετυμολογία [επεξεργασία]

miscalculate < mis- + calculate

Ρήμα[επεξεργασία]

miscalculate (en)

  • πέφτω έξω, αποτυγχάνω σε προβλέψεις
    If I have not miscalculated things too badly…
    Αν δεν έχω πέσει πολύ έξω στους λογαριασμούς μου…

Πηγές[επεξεργασία]