mishmash

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mishmash (en) (μόνο στον ενικό, ανεπίσημο, συνήθως μειωτικό)

  • η συνονθύλευμα, ένα συγκεχυμένο μείγμα διαφορετικών ειδών πραγμάτων, ιδεών, κτλ.
    a mishmash of nonsense/ideas - ένα συνονθύλευμα ανοησιών/ιδεών
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hodgepodge